Ο Άνθρωπος από τον Βορρά : Η ταινία της εβδομάδας

Στην Ισλανδία του 10ου αιώνα, νεαρός πρίγκιπας ζητά εκδίκηση για τον φόνο του βασιλιά πατέρα του, και το νέο, χορταστικά αιματηρό δημιούργημα του Ρόμπερτ Έγκερς («The Witch», «Ο Φάρος») ανασταίνει τη Βίκινγκ πραγματικότητα με σαιξπηρικές επιρροές και ένα βαρβάτο καστ (Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ, Νικόλ Κίντμαν, Ίθαν Χοκ, Άνια Τέιλορ-Τζόι, Γουίλεμ Νταφό, Μπιορκ).Από τον Νεκτάριο Σάκκα


Υπάρχει ακριβέστερη απεικόνιση του αισθήματος της εκδίκησης από τη θέα ενός ηφαιστείου που εκρήγνυται; Ειδικά όταν η εκδίκηση αυτή γυρεύεται στην ηφαιστειογενή Ισλανδία; Στο πιο οργίλο σκηνικό της Φύσης λοιπόν, ξεκινά και καταλήγει το «The Northman» του Ρόμπερτ Έγκερς, η νέα δημιουργία ενός auteur με ισχυρές θεατρικές καταβολές και περισσή πίστη στο ταλέντο του που κατάφερε ήδη να χτίσει δυσθεώρητες προσδοκίες μέσα από δύο μόλις μεγάλου μήκους, το «The Witch» και τον «Φάρο».

Αντλώντας έμπνευση από τον σαιξπηρικό Άμλετ, «Ο Άνθρωπος απ’ τον Βορρά» είναι χτισμένος πάνω στην φιλοδοξία του Έγκερς να κάνει την πιο ιστορικά πίστη ταινία με Βίκινγκς. Με τον ήρωα του τίτλου, τον Άμλεθ (Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ), να είναι ένας πρίγκιπας που, σημαδεμένος από τρυφερή ηλικία με το φόνο του βασιλιά πατέρα του (Ίθαν Χοκ) από τον σφετεριστή θείο του (Κλάες Μπανγκ), επιστρέφει incognito στην πατρογονική γη ζητώντας αίμα για εκείνο το άδικο που χύθηκε κάποτε μπροστά στα μάτια του. Και αν κάτι μπορείτε να πάρετε για δεδομένο στο «Northman» είναι πως θα χυθεί αίμα μπόλικο. Σαν αυτό εδώ να πρόκειται για την έκλυση ενός βρασμού που φώλιαζε για καιρό στα έγκατα των προηγούμενων δύο, σαφώς πιο εσωτερικών ταινιών του Αμερικανού δημιουργού.

Η βιβλική ρήση «όποιος ζει από το σπαθί, πεθαίνει από το σπαθί» που βρίσκει συχνή εφαρμογή και στο σαιξπηρικό έργο, ορίζει πρακτικά και το σύμπαν αυτού του θρίλερ εκδίκησης που εκτός από τελετουργικά βίαιο είναι και μυστικιστικά φαταλιστικό. Ο πρωταγωνιστής Αλεξάντερ Σκάρσγκαρντ, με προίκα την σκανδιναβική όψη, εναρμονίζει τον ήρωά του σε ένα κλασικό δίλημμα ανάμεσα στο βαρύ χρέος της μοίρας και το ενδεχόμενο μιας προσωπικής γαλήνης. Από τη μία, καλείται να αποδεχτεί το πεπρωμένο, τιμώντας το όνομα του πατέρα και σώζοντας τη χήρα μητέρα (Νικόλ Κίντμαν) από την ατίμωση. Από την άλλη, υπάρχει η αγάπη που βρίσκει στο πρόσωπο της Άνια Τέιλορ-Τζόι (ξανά σε ταινία του Έγκερς μετά τη «Μάγισσα»), η οποία τον καλεί σε ένα μέλλον ολόδικό τους, φιλήσυχο, απαλλαγμένο από τις τελετουργίες που τον έχρισαν δέσμιο μιας αρχέγονης πατρικής επιταγής.

Σε μία μάλλον στερεοτυπική υπόθεση που εμπλουτίζεται από μια κομβική ανατροπή και διανθίζεται από την cameo παρουσία σταρ όπως η Μπιορκ και ο Γουίλεμ Νταφό, ο Έγκερς διατρανώνει τη δική του αισθητική ιδιαιτερότητα, υπενθυμίζοντας έτσι πως στο σινεμά είδους είναι συχνά πιο χρήσιμη η ταυτότητα του δημιουργού από το ρίσκο μιας πρωτότυπης ιστορίας. Ως σκηνοθέτης με εμπιστοσύνη στην εικονοπλαστική του δεινότητα, δε φοβάται να καρφώνει διαρκώς και επιβλητικά στο κέντρο της οθόνης τον χαρακτήρα-θέμα του, γυρίζοντας παράλληλα τις σκηνές του με μονοκάμερο. Ως λάτρης της σημειολογικής λεπτομέρειας, φιλοτεχνεί κάδρα ατμοσφαιρικά, συμπαγή και ακριβή, που θα εξυπηρετήσουν τη σκηνή στο ακέραιο. Ως παιδί του θεάτρου, ψοφάει για πρόζα με στόμφο και βάζει τους ήρωές του να μιλούν με τρόπο που δεν θα μπορούσαν να ανήκουν πουθενά αλλού παρά σε ένα παρελθόν - εν προκειμένω στο μεταίχμιο ανάμεσα στον 10ο και τον 11ο αιώνα - που μοιάζει με θεατρικό δάνειο.

Πίσω όμως από τον σαιξπηρικό στόμφο ή το ψαρωτικό παραπέτασμα του σκανδιναβικού φολκλόρ, οι χαρακτήρες στο «Northman» εκτός του ότι μιλούν γενικά πολύ, εκθέτουν συχνά τις σκέψεις τους, ίσως υπερβολικά συχνά. Με πρώτο τον Σκάρσγκαρντ. Κι αυτή είναι μια συνθήκη - όχι η μόνη - που τους απλουστεύει, τριμάροντας το βάθος και τις διαστάσεις τους έξω από το αρχέγονο ισλανδικό σκηνικό που τους περιβάλλει, κόντρα στην όποια ευελιξία του Έγκερς να παραδώσει έναν art house «Κόναν» στον οποίο, χορταστικές δόσεις αιματηρής βίας θα εξισορροπούνται από μια έντονη γεύση αδικαίωτου στο τέλος και στιγμές ανίερου χιούμορ (σ.σ. επική και καθόλου πασχαλιάτικη η Βίκινγκ ατάκα για το αντικείμενο λατρείας των Χριστιανών). Θα ακολουθήσουν μια τελική μάχη που, μέσα στη CGI περιβολή της, δεν διαφοροποιείται θεαματικά από τους επάρατους «300», καθώς και η μπανάλ σκηνή με τα οράματα της Άνια Τέιλορ-Τζόι που λίγο απέχει από την αντίστοιχη στον επίλογο του «Μονομάχου».

Ακόμα κι έτσι, ο «Άνθρωπος απ’ τον Βορρά» παραμένει ένα βαρβάτο αιματηρό θέαμα, φουλ προσβάσιμο στο ευρύ κοινό παρά τις αισθητικές και εκφραστικές ιδιαιτερότητες του δημιουργού του, περιστασιακά δε πιο πονηρό από όσο εκ πρώτης όψεως φαντάζει. Και το οποίο σε τελική ανάλυση ξεχωρίζει από τη σωρεία θεαματικών προϊόντων τύπου Marvel στα οποία, το τολμηρότερο στοιχείο που έχουν να επιδείξουν από τον PG-13 κόσμο τους είναι μια περιστασιακή queer υποσημείωση που για κάποιο μυστήριο λόγο εξακολουθεί να σκανδαλίζει αγορές όπως π.χ. η κινεζική ή της Σ. Αραβίας (όπως η περίπτωση των «Eternals»).

Ταυτόχρονα, σε μια ευρύτερη κινηματογραφική κουβέντα, έχει ίσως νόημα να αναρωτηθούμε τι παραπάνω έχει να προσφέρει ο αναντίρρητα χαρισματικός Έγκερς, που για την ώρα, ίσως σε ένδειξη μιας συλλογικής δίψας για κάτι αληθινά σπουδαίο από την αμερικανική κινηματογραφική γειτονιά, έχει λατρευτεί για μια ατμοσφαιρικότατη «Μάγισσα» με το ασυγχώρητα υπερσυντηρητικό φινάλε της και έναν «Φάρο» που καρκινοβατεί ανάμεσα στο αυθεντικά επιβλητικό και το επιδεικτικά θορυβώδες. Ίσως ο ίδιος να μην έχει καμία συμμετοχή σε ένα εν τέλει δικό μας ερώτημα αν πρόκειται για μεσσία ή ψευδοπροφήτη του νέου art house αμερικανικού φιλμ. Ίσως πάλι ο ίδιος να το τροφοδοτεί, μαστόρικα αν ισχύει η υποψία μας πως η σκηνή εδώ με το κεφάλι του Γουίλεμ Νταφό σε γκρο πλάνο και σταχτί αποχρώσεις, δεν είναι παρά μια μερακλίδικη αυτοαναφορά στον μονόχρωμο «Φάρο». Και αν είναι όντως έτσι, του βγάζουμε το καπέλο για την έμπνευση.



cinemag.gr