Η γιαγιά μου, μου το πε πολλές φορές όσο ήμουν παιδί , με μικρές και μεγάλες αφορμές που της έδινε ο ζωηρός και πανέξυπνος παππούς μου, με έμφαση και στόμφο: «Άντρες παιδί μου. Πεταμένα λεφτά!»
Της Μαρίας Καλλέργη
Δυστυχώς ο γραπτός λόγος δε μου επιτρέπει να δώσω τον τόνο, το ύφος και τη χροιά της φωνής που ηχούν ακόμα στα αυτιά μου, δεκαετίες μετά και με έχουν κάνει να αλλάξω γνώμη για τον τρόπο που η γιαγιά μου εννοούσε τη συγκεκριμένη φράση. Γιατί, σε όποια ανάγνωση, η φράση αυτή εκλαμβάνεται ως υποτιμητική και απαξιωτική. ΄Ετσι την καταλάβαινα κι εγώ τότε.
Πριν από μερικούς μήνες οι παιδικές μνήμες ήρθαν στην επιφάνεια κάνοντας ένα χαμόγελο να «σκάσει» στα χείλη μου όταν για πρώτη φορά την είπα στη φίλη μου. Από τότε συχνά- πυκνά το λέμε στην παρέα και είναι μια αφορμή περισσότερο για να γελάμε.
Γιατί εκεί μένουμε. Και τώρα πλέον που το σκέφτομαι ούτε η γιαγιά μου εννοούσε αυτό που έλεγε. Το λεγε με τέτοια τρυφεράδα και χαμογελούσε πρώτα με μάτια, κι ύστερα με όλο της το πρόσωπο. Καθισμένη στον πέτρινο τράφο με τις χοντροκομμένες πατάτες να τηγανίζονται στην αυτοσχέδια παρασιά, και τα ροζιασμένα χέρια της να πλέκουν. Ταυτόχρονα επιτηρούσε και καμιά δεκαριά εγγόνια που έπαιζαν στην αυλή.
Με λατρεία κοιτούσε τον παππού που καθισμένος απέναντι της έπινε το καφεδάκι του .
Σήμερα με το χέρι στην καρδιά για ένα πράγμα είμαι σίγουρη. Πως η γιαγιά μου, όπως κι όλες οι άλλες γυναίκες από τη δημιουργία της γης, στο σύντροφο της αναζητούσε «το άλλο μισό του ουρανού». Και όπως μαρτυρούν συνθήκες και συναισθήματα, μάλλον ήταν από τις τυχερές που το είχαν βρει κιόλας!