Σε είδα εκεί, να στέκεσαι κάπως αμήχανη με ένα παιδικό καρότσι και το μωρό μέσα, και ένα άλλο, δίχρονο, στο χέρι. Κατάφερνες να κρατάς και μια βαλίτσα, άγνωστο πως, ίσως με το τρίτο χέρι.
Πήγαινες στο αεροπλάνο, κουβαλώντας όλα αυτά, φορώντας ταυτόχρονα ένα χαμόγελο, λίγο αμηχανία, λίγο ευτυχία, λίγο, λιγότερο, αγωνία.
Σε κοίταζα, πιστεύοντας ότι θα ζητούσες βοήθεια. Μια νεαρή μητέρα, με δυο μωρά παιδιά, το καρότσι, τη βαλίτσα και κάνα δυο, ακόμη, δεν μέτρησα, τσαντάκια.
Τα είχες όλα όμως υπό έλεγχο. Ήρεμη, δυνατή, σίγουρη.
Κάποια στιγμή, στο λεωφορείο προς το αεροπλάνο, πρόλαβες και χάιδεψες τα παιδιά, τα κοίταξες, τους χαμογέλασες. Γύρω πολλοί, αδιάφοροι. Σε πρόσεχα, έτσι από περιέργεια, να δω τις κινήσεις σου, προσπαθούσα να προβλέψω πότε θα ζητούσες βοήθεια, πότε θα αποσυντονιστείς.
Φτάσαμε στη σκάλα και συ, μικροκαμωμένη όπως ήσουνα, έβγαλες ξαφνικά και τέταρτο χέρι. Κατάφερνες να έχεις το μωρό αγκαλιά, το δίχρονο από το χέρι, τη βαλίτσα, να διπλώνεις το καρότσι και να έχεις και δυο τρία τσαντάκια μαζί, και άρχισες να ανεβαίνεις τη σκάλα. Όλα υπό έλεγχο. Μου φάνηκε ότι πρόλαβες να δείξεις στο μικρό και το πιλοτήριο, έτσι με το χέρι-που το βρήκες το πέμπτο χέρι;- και προχώρησες στο κάθισμά σου. Η αεροσυνοδός σου πρόσφερε ένα χαμόγελο, το ανταπέδωσες ευγενικά, βόλεψες το βαλιτσάκι, κάθισες στο διπλανό κάθισμα το δίχρονο αγοράκι και πήρες αγκαλιά το μικρό, που ευτυχισμένο είχε αποκοιμηθεί.
Και είχες ένα βλέμμα που κανείς ζωγράφος δεν θα μπορούσε να αποτυπώσει, καθώς του χάιδευες τα μαλλάκια.
Έδωσες τότε εκεί, στα μάτια μου, την πραγματική έννοια της μητέρας. Της μικροκαμωμένης γυναίκας που με απίστευτη δύναμη και ηρεμία αντιμετωπίζει τις καθημερινές δοκιμασίες που εμείς οι άλλοι -κάνουμε ότι-δεν βλέπουμε.
Τιμή και δόξα!