Δοξάρι είμαι στα χέρια σου…

Τελειώνει η ημέρα, κουραστική όπως συνήθως, περίεργη, μελαγχολική.

Δυο τρεις μέρες τώρα όλα είναι μελαγχολικά… Ακούς για κάποια απώλεια, για κάποια αρρώστια, νιώθεις να σου λείπει ο άνθρωπός σου, ξενυχτάς έτσι στα καλά καθούμενα, ονειροβατείς, ίσως γιατί σκεπτόμενος την πραγματικότητα προσγειώνεσαι απότομα.

Κάνεις τους απολογισμούς σου, πως πήγε η μέρα σου, τι πρόσφερες στους γύρω, στον εαυτό σου, αναλογίζεσαι τα πως και τα γιατί. Κι έρχονται εκεί όνειρα απραγματοποίητα, ευχές και επιθυμίες βαθιά κρυμμένες, φαντασιώσεις που δεν τολμάς ούτε να εκστομίσεις. Είναι εκείνες οι στιγμές που νιώθεις μικρός, αδύναμος. Ανίκανος να κάνεις κάτι να συνταράξει τον κόσμο, έστω τον κόσμο σου.

Ανθρώπινη αδυναμία. Ατελής η ανθρώπινη οντότητα αλλά και ανικανοποίητη. Σχεδόν πάντα θα υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Μόνο να μπορούσες να γυρίσεις το χρόνο πίσω. Να τα διορθώσεις ή να τα διαλύσεις περισσότερο. Στην ανάγκη σου, σπεύδεις να προτάξεις εκ των υστέρων τις σκέψεις που δεν έκανες όταν έπρεπε. Τις λέξεις που δεν εκστόμισες όταν έπρεπε, ή εκείνες που είπες και δεν έπρεπε.

Δυστυχώς τα πράγματα δεν αλλάζουν μέσα από το παρελθόν. Αυτό πάει, έφυγε. Αλλάζουν μόνο στο μέλλον, εκείνο το μέλλον που διδάσκεται από το παρελθόν. Αλλάζουν στις στιγμές εκείνες τις βασανιστικές που συνειδητοποιείς ότι είσαι και συ, ένας μικρός ασήμαντος ανθρωπάκος, μια κουκίδα στην ανθρωποϊστορία, μια αστραπή στο χρόνο.

Μα πάλι δεν το δέχεσαι έτσι απλά. Είσαι εσύ, ο ένας και μοναδικός. Εσύ κουβαλάς τα όνειρα, εσύ δημιουργείς την πραγματικότητα. Συχνά, ετεροκατευθυνόμενος, γιατί θέλεις να εντάσσεσαι, να αρέσεις, να ανήκεις. Αν εκεί που ανήκεις σ εκτιμούν, ομορφαίνεις τον κόσμο γιατί σε κάνουν να ανθίζεις. Αν όχι, τότε πασχίζεις να τα καταφέρεις, συχνά μια ζωή χωρίς αποτέλεσμα. Εκεί είναι που πρέπει να αποφασίσεις, με ποιον θα πας και ποιον να αφήσεις. Εκεί είναι που πρέπει να πεις… “Δοξάρι είμαι στα χέρια σου Κύριε˙ τέντωσε με αλλιώς θα σαπίσω… Μη με παρατεντώσεις Κύριε˙ θα σπάσω Παρατέντωσέ με Κύριε, κι ας σπάσω!»

(Ν. Καζαντζάκης, αναφορά στον Γκρέκο)

Κύλιση στην κορυφή