«Θα περπατήσετε σήμερα, ώστε αύριο τα εγγόνια σας να πάρουν το λεωφορείο χωρίς να ταπεινώνονται»
Όταν η Ρόζα Παρκς πέθανε, πλήρης ημερών, στα 92 της, το 2005, η σωρός της εκτέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα στη Ροτόντα του Καπιτωλίου. Καθόλου απίθανο για μια γυναίκα που ακόμα και σήμερα στο ίνταγκραμ των πιο διάσημων αφροαμερικανών, υπάρχει η φωτογραφία της. Ειδικά σήμερα, ο συμβολισμός της, στην Αμερική, είναι περισσότερο επίκαιρος από ποτέ. Ως σύμβολο του αγώνα κατά των φυλετικών διακρίσεων, ως η γυναίκα που αψήφησε τον νόμο που ίσχυε μέχρι το 1956, σύμφωνα με τον οποίο οι θέσεις των μαύρων επιβατών που βρίσκονταν στο πίσω μέρος του λεωφορείου έπρεπε να χωρίζονται από εκείνες των λευκών με μια κενή σειρά.
Πενήντα χρόνια αργότερα, οι φωτογραφίες του Ομπάμα κάνουν το γύρο του κόσμου με τον ίδιο να κάθεται στη θέση της, μέσα στο μουσείο, στο οποίο φυλάσσεται το ιστορικό λεωφορείο. Ο Πρόεδρος της Αμερικής έκανε το ίδιο δρομολόγιο με την Πάρκερ. «Η Παρκς δεν είναι πλέον μαζί μας», είπε, «όμως συνεχίζει να μας εμπνέει ακόμα και σήμερα. Η απλή αυτή χειρονομία της, να μην παραχωρήσει τη θέση της στο λεωφορείο, βοήθησε στο να ξεκινήσει η συζήτηση για τις φυλετικές διακρίσεις σε ολόκληρη την Αμερική». Η Πάρκερ, με μια κίνηση που μοιάζει σήμερα αυτονόητη, θεωρήθηκε η «Μητέρα του σύγχρονου κινήματος πολιτικών δικαιωμάτων». Αρνήθηκε να σηκωθεί από τη θέση της και να πάει στην πίσω μεριά του λεωφορείου. Η ίδια στην αυτοβιογραφία της με τίτλο «Η ιστορία μου», γράφει : «Ο κόσμος λέει ότι δεν παραχώρησα τη θέση μου γιατί ήμουν κουρασμένη, αλλά αυτό δεν είναι αλήθεια. Δεν ήμουν σωματικά κουρασμένη, ούτε περισσότερο κουρασμένη απ’ όσο ήμουν συνήθως μετά τη δουλειά. Όχι, η μόνη κούραση που είχα, ήταν αυτή του να υποχωρώ».
Η Rosa Louise McCauley γεννήθηκε στο Tuskegee της Αλαμπάμα, στις 4 Φεβρουαρίου 1913, λίγο πριν το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ήταν κόρη της δασκάλας Leona, το γένος Edwards και του ξυλουργού James McCauley. Aφρικανικής καταγωγής, είχε το όνομα της γιαγιάς της Ρόζας, η οποία ήταν κόρη του ιρλανδού James Percival, ιδιοκτήτη σκλάβων και της Mary Jane Noble, μιας μαύρης σκλάβας του. Η Ρόζα έλεγε αργότερα ότι σ΄αυτόν τον παππού, στον οποίο δεν μπορούσε κανείς να διακρίνει την αφρικανική καταγωγή του, όφειλε τα λευκά χαρακτηριστικά που είχε η ίδια. Ο παππούς της ως παιδί είχε χτυπηθεί ανελέητα από τον ιδιοκτήτη του και όπως έλεγε η ίδια, ανέπτυξε «ένα πολύ έντονο, παθιασμένο μίσος για τους λευκούς ανθρώπους». Η Παρκς μεγαλώνει μέσα σε αυτό το περιβάλλον, με τον παππού της να παραμονεύει τα μέλη της Κου Κλουξ Κλαν, αλλά και τη γιαγιά της να επιμένει να μορφωθεί. Η μητέρα της Παρκς την εκπαίδευσε στο σπίτι μέχρι τα έντεκα χρόνια της και στη συνέχεια την έστειλε στο Μοντγκόμερυ, όπου ζούσε η θεία της, για να φοιτήσει στη σχολή Industrial School for Girls, που είχαν ιδρύσει οικογένειες Λευκών του Βορρά. Η Παρκς δεν ολοκλήρωσε ποτέ την εκπαίδευσή της, έπρεπε να φροντίσει τη γιαγιά της και στη συνέχεια τη μητέρα της, που είχαν αρρωστήσει. Στο σχολείο της υπέστη όλους τους φυλετικούς διαχωρισμούς. «Σκεφτόμουν ότι το νερό από τις βρύσες για Λευκούς ήταν καλύτερο από τις βρύσες για Μαύρους»,0 έλεγε αργότερα.
Η Ρόζα Παρκς στα 18 της γνωρίζει τον Ρέιμοντ Παρκς με τον οποίο έζησαν μαζί 45 χρόνια. Ήταν «ο πρώτος πραγματικός ακτιβιστής που γνώρισα ποτέ», έλεγε. Τον Δεκέμβριο του 1932, παντρεύτηκαν. Η Παρκς αποφασίζει να τελειώσει το Γυμνάσιο, αν και μόνο το 7% των μαύρων έφταναν σε αυτό το επίπεδο σπουδών. Το Δεκέμβριο του 1943, η Ρόζα έγινε ενεργή ακτιβίστρια, ως μέλος του κινήματος για τα Πολιτικά Δικαιώματα (American Civil Rights Movement) και ως γραμματέας στην Εθνική Ένωση για την Ανέλιξη των Έγχρωμων (NAACP). Η εγγραφή της ήταν ένα από τα πιο δύσκολα στοιχήματα για έναν αφροαμερικανό, που φοβόταν κυρίως την απόλυση από τον λευκό εργοδότη του, ενώ τα παράβολα εγγραφής ήταν απλησίαστα. Επί δυο δεκαετίες η Παρκς αγωνιζόταν εναντίον των φυλετικών διακρίσεων.
Τα λεωφορεία είχαν υπάρξει τόπος φυλετικών αντιπαραθέσεων από τις αρχές του αιώνα στην Αμερική. Μεταξύ των ετών 1900 και 1906, καθώς οι νόμοι επέβαλαν τον διαχωρισμό σε όλο το Νότο, είκοσι πέντε νότιες πόλεις οργάνωσαν μποϋκοτάζ των λεωφορείων. Σε αντίθεση με άλλους χώρους φυλετικού διαχωρισμού, όπως εστιατόρια ή κινηματογραφικές αίθουσες, όπου οι Αφροαμερικανοί συχνά δεν επιτρεπόταν καθόλου να εισέρχονται, στα λεωφορεία αναγκάζονταν να συνεπιβαίνουν λευκοί και μαύροι Αμερικανοί, σε έναν εξαιρετικά στενό χώρο.
Η ένταση στα λεωφορεία αυξήθηκε ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι στους οδηγούς των λεωφορείων δόθηκαν αστυνομικές δυνατότητες και δικαίωμα οπλοφορίας με σκοπό την επιβολή του διαχωρισμού. Η επιβίβαση των μαύρων στα λεωφορεία ήταν μια αληθινή δοκιμασία: Αν τα καθίσματα της μπροστινής ζώνης ήταν κατειλημμένα από λευκούς, τότε οι μαύροι που επρόκειτο να επιβιβαστούν, έπρεπε να μπουν από την μπροστινή πόρτα, να αγοράσουν το εισιτήριο, να κατέβουν και πάλι και να ξαναεπιβιβαστούν από την πίσω πόρτα του λεωφορείου, για τις θέσεις που προορίζονται για αυτούς και όχι να διασχίσουν το διάδρομο.
Στο Μοντγκόμερι, που κατοικούσε η Παρκς, οι μαύροι αντιπροσώπευαν το 75% των επιβατών. Όποιος παραβίαζε τον κανονισμό το πλήρωνε ακόμα και με τη ζωή του. Η Ρόζα Παρκς είχε ένα τέτοιο περιστατικό στο ενεργητικό της: Μια βροχερή μέρα του 1943, ο οδηγός του λεωφορείου James Blake, της ζήτησε να κατεβεί από το λεωφορείο και να επιβιβαστεί και πάλι από την πίσω πόρτα. Εκείνη κατευθύνθηκε προς την πόρτα, αλλά της έπεσε το πορτοφόλι και κάθισε για μια στιγμή σε μια θέση λευκού, για να ψάξει κάτω από τα καθίσματα. Έξαλλος ο οδηγός του λεωφορείου από τη συμπεριφορά αυτή, μόλις εκείνη κατέβηκε για να μπει από την πίσω πόρτα, επιτάχυνε και απομακρύνθηκε, αφήνοντάς την στο δρόμο. Η Ρόζα περπάτησε σχεδόν μια ώρα υπό βροχή.
Η επόμενη συνάντησή της με τον οδηγό Τζέιμς Μπλέικ γίνεται το 1955. Η Ρόζα Παρκς μπαίνει στο λεωφορείο και αναγνωρίζει τον James Blake, τον οδηγό ο οποίος την είχε κατεβάσει πριν από 12 χρόνια. Εκείνη την ημέρα μετά τη δουλειά, παίρνει το λεωφορείο γύρω στις 6 το απόγευμα και κάθεται στη μέση. Από τη στάση που ήταν μπροστά στο Empire Theater μπαίνουν τέσσερις λευκοί, αλλά δεν υπήρχαν καθίσματα παρά μόνο για τρεις επιβάτες. Το τέταρτο άτομο το επισημαίνει στον Blake, ο οποίος ζητά από τους μαύρους που κάθονταν στις θέσεις της μεσαίας γραμμής της μεσαίας ζώνης, να μετακινηθούν προς τα πίσω. Τρεις άνδρες αρνούνται, αλλά τελικά συμμορφώνονται, εκτός από τη Ρόζα, που παραμένει σ’ αυτή τη σειρά, δεχόμενη μόνο να μετακινηθεί προς τα δεξιά κοντά στο παράθυρο.
Ο Blake, εξοργισμένος μαζί της που αρνήθηκε να μετακινηθεί προς το τμήμα για έγχρωμους, κατεβαίνει από το λεωφορείο, καλεί το αφεντικό του και του ζητά να φέρει την αστυνομία. Η Ρόζα συλλαμβάνεται και οδηγείται στο αστυνομικό τμήμα στο δημαρχείο και στη συνέχεια μεταφέρεται στη φυλακή. Επικοινωνεί με το δικηγόρο Edgar Νixon, μέλος του NAACP, μια από τις κύριες οργανώσεις που υπερασπίζονταν τα δικαιώματα των μαύρων Αμερικανών. Ο Nixon αντιλαμβάνεται αμέσως τη συμβολική αξία του γεγονότος για τη μάχη που έδιναν για την καταπολέμηση του φυλετικού διαχωρισμού και καλεί ένα λευκό δικηγόρο, τον Clifford Durr, ο οποίος συμφωνεί να αμφισβητήσει το νόμο περί διαχωρισμού στα λεωφορεία. Την ελευθερώνουν το επόμενο βράδυ. Στις 5 Δεκεμβρίου, έγινε η δίκη της Παρκς, όπου κρίθηκε ένοχη και της επιβλήθηκε πρόστιμο 14 δολαρίων, ενώ την ίδια στιγμή όλοι οι Αφροαμερικάνοι του Μοντγκόμερι αποφάσισαν να μποϊκοτάρουν τα λεωφορεία.
Οι 50 ηγέτες της Αφροαμερικανικής Κοινότητας, υπό την ηγεσία ενός νεαρού πάστορα, του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, συνεδρίασαν στην εκκλησία των Βαπτιστών “Dexter Avenue Baptist Church” προκειμένου να αποφασίσουν τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν μετά τη σύλληψη της Παρκς. Η μαζική κινητοποίηση θα εκτοξεύσει τον απόστολο της «μη βίας» στην πρώτη γραμμή της αμερικανικής πολιτικής. Ξεκινούν μποϊκοτάζ των λεωφορείων το οποίο ακολουθείται από όλη την αφροαμερικανική κοινότητα που το υποστήριζε σε σύνολο εκατό τοις εκατό. Παρ όλη την πίεση, τους εκβιασμούς, τις απόπειρες χειραγώγησης, οι περισσότεροι Αφροαμερικανοί περπατούσαν για να πάνε στη δουλειά, στο σχολείο και σε άλλα μέρη. «Θα περπατήσετε σήμερα, ώστε αύριο τα εγγόνια σας να πάρουν το λεωφορείο χωρίς να ταπεινώνονται.»
Η 42χρονη μοδίστρα είχε νικήσει τα πρώτα μέτρα ενός πολύ μεγάλου δρόμου. Το μποϊκοτάζ στα λεωφορεία κράτησε 381 μέρες, κάτι που απέφερε τεράστιο οικονομικό πλήγμα στο σύστημα μεταφορών γονάτισε οικονομικά, γεγονός που οδήγησε στο να κοπούν δρομολόγια και να αυξηθεί η τιμή του εισιτηρίου 50%. Το Νοέμβριο του 1956 το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ κήρυξε αντισυνταγματικό το νόμο για το φυλετικό διαχωρισμό. Την επόμενη μέρα, η Ρόζα Παρκς μαζί με τον Έντγκαρ Νίξον και τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ επιβιβάστηκαν σε ένα λεωφορείο.
Μπορούσαν να καθίσουν σε όποια σειρά ήθελαν. Η Παρκς με τον σύζυγό της μετακόμισαν στο Ντιτρόιτ και η ίδια έγινε διοικητική βοηθός στο γραφείο του αφροαμερικανού βουλευτή John Conyers, μια θέση στην οποία έμεινε μέχρι το 1988.
-
elculture