Τα γεωγραφικά όρια της αρχαίας Θράκης είναι ιδιαίτερα ρευστά. Συνήθως ορίζονται ως νότιο σύνορό της οι ακτές του Βόρειου Αιγαίου, ως βόρειο ο Δούναβης, ανατολικά ο Εύξεινος Πόντος, ενώ ως δυτικό όριό της θεωρείται ο Στρυμόνας ή ο Νέστος ποταμός ή και ακόμη δυτικότερα. Στην έκταση που γεφύρωνε την αρχαία Μακεδονία και τις ελληνικές πόλεις-κράτη του νότου με τη Μικρά Ασία και Περσική αυτοκρατορία ζούσαν αδιευκρίνιστος αριθμός θρακικών φύλων[1],[2], εκ των οποίων μόνον οι Οδρύσες κατάφεραν να αναδειχθούν στην εξουσία και να κυριαρχήσουν στο μεγαλύτερο τμήμα της αρχαίας Θράκης, ιδρύοντας το βασίλειο των Οδρυσών. Πιστεύεται ότι ιδρύθηκε μετά τους Περσικούς Πολέμους, μεταξύ 480-460 πΧ, και ήταν η σημαντικότερη δύναμη στην περιοχή μέχρι την κατάληψη της Θράκης από τον Φίλιππο στα 341 π.Χ. Ο Ηρόδοτος, αναφερόμενος στην επικρατούσα πολιτική κατάσταση της εποχής, γράφει για τους Θράκες ότι θα ήσαν ασυναγώνιστοι, αν παρέμεναν ενωμένοι, και δεν θα μπορούσε κανείς να τους αντιμετωπίσει.
Οι αριστοκράτες Οδρύσες είχαν πάντα αδυναμία στην πολυτέλεια, ειδικά στον χρυσό και το ασήμι, και αυτό φαίνεται από ταφικά ευρήματα και θησαυρούς που έχουν έρθει στο φως. Σημειώνεται επίσης η παράδοση των Οδρυσών ηγεμόνων να παραθέτουν δείπνα, να συμμετέχουν σε τελετές οινοποσίας και να επισημοποιούν την ανάληψη εξουσίας με ανάλογες πρακτικές, χρησιμοποιώντας πολύτιμα σκεύη. Ο πιο εντυπωσιακός τέτοιος θησαυρός χρυσών αγγείων είναι αυτός από το Panagyurishte, ο οποίος χαρακτηρίζεται από ανώτερη και εξελιγμένη δεξιοτεχνία και εκθειάζει, με τον καλύτερο τρόπο, το αριστουργηματικό έργο των εξειδικευμένων χρυσοχόων από την ΄Υστερη Κλασική/Πρώιμη Ελληνιστική Εποχή.
Η ανακάλυψη του Θρακικού αυτού θησαυρού ήταν τυχαία και συνοδευόταν από όλα αυτά τα παράξενα και περίεργα περιστατικά που σηματοδοτούν τα περισσότερα από τα μοναδικά ευρήματα στην Αρχαιολογία. Ήταν 8 Δεκεμβρίου του 1949, μία συνηθισμένη ψυχρή ημέρα της εβδομάδας για το εργοστάσιο κεραμικών “Merul” που βρίσκεται στα νοτιοανατολικά προάστια της εντελώς άγνωστης τότε, αλλά πλέον ακμάζουσας και δημοφιλούς σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο, μικρής πόλης Panagyurishte. Η πόλη βρίσκεται 90 χιλιόμετρα ανατολικά της Σόφιας, 80 χλμ βορειοδυτικά της Φιλιππούπολης και μόλις 35 χλμ μακριά από τον Ναό της θρακικής λατρείας στο χωριό Starosel.
Τα τρία αδέλφια Deykov, Pavel, Petko και Michael έσκαβαν πηλό για τούβλα στην αυλή του εργοστασίου. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η τύχη δεν ήταν πολύ γενναιόδωρη σε αυτούς. Κάποια, ωστόσο, άγνωστη προφητεία έκανε τον καθένα από αυτούς να έχει μια κόρη την οποία είχαν ονομάσει Zlatka (που στα βουλγαρικά σημαίνει “φτιαγμένη από χρυσό”). Χωρίς να υποψιάζονται ότι εκείνη την ημέρα τα ονόματά τους θα έμπαιναν με χρυσά γράμματα στον βουλγαρικό και τον παγκόσμιο χάρτη της αρχαιολογίας, ενώ κοσκίνιζαν πηλό σε βάθος 2,4 μέτρων, άρχισαν να καθαρίζουν με περιέργεια τα κιτρινωπά αντικείμενα που εμφανίστηκαν ξαφνικά στα χέρια τους και χώμα είχε κολλήσει πάνω τους. Ετσι ανακαλύφθηκε αυτός ο μοναδικός και μαγευτικός χρυσός θησαυρός της Θράκης, ο οποίος στην αρχή πίστεψαν ότι πρόκειται για μουσικά όργανα τσιγγάνων, αλλά γρήγορα απογοητεύτηκαν, όταν μάταια επιχείρησαν να βγάλουν ήχους.
Πρόκειται πέρα από κάθε αμφιβολία για τον πλέον λαμπρό θησαυρό, όχι μόνο λόγω του βάρους του σε μασίφ χρυσό 24 καρατίων, που ζυγίζει συνολικά 6,164 κιλά, αλλά και για την ποικιλία και πρωτοτυπία των σχημάτων και της διακόσμησης που φέρει, καθώς και για την εξαιρετική του δεξιοτεχνία. Χρονολογείται στα τέλη του 4ου με αρχές του 3ου αιώνα π.Χ., και πιστεύεται ότι ανήκε στον διάσημο ηγεμόνα των Οδρυσών Σεύθη Γ (γύρω στο 330 π.Χ. έως 302 π.Χ. ή 297 π.Χ.).
Αποτελείται από μια φιάλη, έναν αμφορέα-ρυτό, τρία ρυτά με γυναικείες κεφαλές, δύο ρυτά που απολήγουν σε κεφαλή ελαφιού κι ένα σε κεφαλή κριού, ενώ ένα ακόμη ρυτό απολήγει σε ημίτομο τράγου. Ενώ τα σχήματα των αγγείων παραπέμπουν σε ανατολικά/αχαιμενιδικά πρότυπα, η τεχνοτροπία και η διακόσμησή τους είναι ελληνική, γεγονός που πιστοποιεί τις πολύχρονες επαφές ανάμεσα στους δύο πολιτισμούς. Όλα τα αντικείμενα είναι πλούσια και επιδέξια διακοσμημένα με μυθολογικές μορφές και άλλα μοτίβα, ενώ πιστεύεται ότι έχουν κατασκευαστεί στην πόλη της Λαμψάκου στη Μικρά Ασία, καθώς επιγραφές σε ορισμένα από τα αγγεία δηλώνουν το βάρος τους σε στατήρες Λαμψάκου, συμβόλων βάρους που χρησιμοποιούνταν στην αρχαία θαλάσσια περιοχή του Μαρμαρά.
Θεωρείται ότι αποτελούσαν μέρος τελετουργικών εκδηλώσεων με κατανάλωση κρασιού, ενώ υπάρχει και η άποψη ότι είχε σχεδιαστεί για τελετουργικό καθαρισμό των υγρών, του κρασιού πιθανότατα, με τη ρίψη από το ένα δοχείο στο άλλο. Μελετητές υποστηρίζουν ότι ο θησαυρός θάφτηκε λίγο πριν την εποχή που οι Κέλτες κατέλαβαν τη Θράκη, ιδρύοντας το δικό τους βασίλειο, το οποίο και διατηρήθηκε για ογδόντα περίπου χρόνια (περ. 280–200 π.Χ.). Παρόλο που την εποχή εκείνη οι Κέλτες βρίσκονταν στα σύνορα της Θράκης, ο Θράκας ηγεμόνας δεν έλιωσε τον χρυσό, αλλά τον έθαψε, γιατί η ιερή αξία του θησαυρού υπερτερούσε γι΄ αυτόν, καθώς αποτελούσε το τεκμήριο της εξουσίας του, ακολουθώντας – όπως φαίνεται – την παράδοση να θάβεται ένας θησαυρός (σκεύη, όπλα ιπποσκευή κ.ά.) στον τύμβο κάθε επιφανούς μέλους της θρακικής αριστοκρατίας, είτε επρόκειτο για άνδρα είτε για γυναίκα.
Αν αποδεχθούμε τις θεωρίες που θέλουν τους θράκες βασιλείς γιους της Μητέρας Γης και του Ήλιου, βασιζόμενες σε ορφικές ερμηνείες, δεν αποκλείεται και τα ταφικά τους έθιμα να ήταν συμβολικά. Για αυτόν τον λόγο υπάρχουν σήμερα πολλές θεωρίες αναφορικά με τον θρακικό πολιτισμό. Π.χ. αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι έχτισαν τεχνητά αναχώματα γύρω από τους τάφους τους επειδή πίστευαν ότι “όταν τελειώσει το ταξίδι του σε αυτόν τον κόσμο, ο βασιλιάς πρέπει να επιστρέψει στη μήτρα της μητέρας του”[3]. Οι Θράκες που ήταν ένας λαός με ιδιαίτερη αγάπη στο άλογο, ήταν κτηνοτρόφοι, μεταλλουργοί και χρυσοχόοι, πίστευαν στη μετά θάνατον ζωή και στην αθανασία της ψυχής, και έθαβαν τους βασιλείς τους μαζί με τα άλογα τους, τα σκυλιά τους, τα όπλα και τα κύπελλα τους ακόμη και τα ζάρια τους.
Μέχρι σήμερα δεν έχει βρεθεί δικό τους, θρακικό, αλφάβητο, αλλά φαίνεται πως χρησιμοποιούσαν την ελληνική γλώσσα για τη διοίκηση και το ελληνικό αλφάβητο για να εκφράσουν δικούς τους ήχους και λέξεις. Δεν έχουν αφήσει γραπτά κείμενα, όπως οι Έλληνες ή αργότερα οι Ρωμαίοι, κι επομένως όσα γνωρίζουμε για αυτούς είναι φιλτραρισμένα από την οπτική τρίτων, που πολλές φορές θαμπώνει, αντί να αποσαφηνίζει, την εικόνα για τους Θράκες, επιβάλλοντας την εντύπωση ότι αυτοί ζούσαν στη σκιά του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού προς το νότο και των Σκυθών προς το βορρά.
Ο θησαυρός του Panagyuristhe επιβεβαιώνει τις ιστορίες των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων και ιστορικών ότι οι Θράκες, εκτός από τα άλογα και το κρασί, αγάπησαν τα χρυσά στολίδια και κοσμήματα περισσότερο από όλα[4]. Το ρυτό, όπως και η φιάλη, είναι κατεξοχήν τελετουργικά σκεύη, που χρησιμοποιούνταν σε σπονδές. Πρόκειται στην πραγματικότητα για ένα τελετουργικό κύπελλο συχνά σε μορφή κέρατος ή κεφαλής ζώου, εμπνευσμένο από μεταλλικά αχαιμενιδικά πρότυπα και ελληνική εικονογραφία. Το κρασί χύνεται στην κορυφή του ρυτού, και εξέρχεται από μια μικροσκοπική τρύπα στο κάτω μέρος του, από όπου θα μπορούσε να καταναλωθεί απευθείας ή να συγκεντρωθεί σε ένα άλλο αγγείο.
Ας ξεκινήσουμε την παρουσίαση των αγγείων από την φιάλη (844,7 g, 25 cm σε διάμετρο), η οποία κοσμείται στο εξωτερικό της με τρεις επάλληλες ομόκεντρες ζώνες από έξεργες κεφαλές νέγρων, ενώ αμέσως πριν τον ομφαλό υπάρχει μια μικρότερη ζώνη από βελανίδια. Δεν αποκλείεται οι επαναλαμβανόμενες κεφαλές να εμπνέονται από το χαμένο σήμερα έπος Αιθιοπίς. Ανάμεσα σε όλα τα μοτίβα ο χώρος καταλαμβάνεται από περίτεχνα, συμμετρικά ανθέμια. Εσωτερικά αναγράφεται το βάρος της φιάλης σε δραχμές και στατήρες Λαμψάκου.
Η φιάλη χρησιμοποιήθηκε για σπονδή και οινοποσία, υπογραμμίζοντας τη μυσταγωγία της τελετής. Οι Θράκες λάτρευαν το κόκκινο κρασί, το οποίο με την έγχυσή του στη φιάλη, κρύωνε άμεσα, εξαιτίας της υψηλής αγωγιμότητας του μετάλου. H οινοποσία από την φιάλη πρέπει να ήταν συγκλονιστική για τους μυημένους σε αυτήν. Όπως αυτή άγγιζε τα χείλη του πότη, αυτός μπορούσε να διακρίνει την πιο κοντινή κεφαλή σε αυτόν να γεμίζει με το κρασί και να γίνεται σκουροκόκκινη, ενώ τις πιο πίσω κεφαλές να αδειάζουν σταδιακά από τον οίνο και να λαμπυρίζουν ξανά από το ατόφιο χρυσάφι. Η εναλλαγή του κόκκινου κρασιού με τον λαμπερό χρυσό θα πρέπει να δημιουργούσε μοναδικά χρωματικά παιχνιδίσματα.
Διονυσιακό θέμα κοσμεί το ρυτό με κεφαλή κριού (505,05 g, 12,5 cm ύψος). Δύο στικτές επιγραφές ταυτίζουν τους πρωταγωνιστές με τον Διόνυσο και την Εριόπη, οι οποίοι κάθονται σε βράχο περιστοιχισμένοι από δύο μαινάδες, που κρατώντας θύρσο και τύμπανο εκστασιάζονται από το χορό. Η Εριόπη ή Ηριόπη δεν είναι γνωστή από άλλα μυθολογικά επεισόδια, και συνήθως οι μελετητές την ταυτίζουν με κάποια νύμφη ή μαινάδα, ενώ θα μπορούσε να είναι τίτλος της Αριάδνης, που εγκαταλείφθηκε από τον Θησέα στο νησί της Νάξου, όπου έγινε η νύφη του Διονύσου. Στην Ιλιάδα με αυτό το όνομα αναφέρεται η μητέρα του Αίαντα του Λοκρού. Το μοτίβο του καθιστού διονυσιακού ζεύγους θυμίζει ανάλογες σκηνές Διονύσου και Αριάδνης και παραπέμπει σε παραστάσεις ιερού γάμου, μια τελετή αναγνωρίσιμη και οικεία για τους Θράκες αποδέκτες του αγγείου.
Με στικτό τρόπο αποδίδονται τα ονόματα στην ανάγλυφη παράσταση του ρυτού που απολήγει σε προτομή ελαφιού (674,6 γρ, 13,5 εκ ύψος), το οποίο απεικονίζει την Αθηνά, την Άρτεμη και την Ήρα κατά την κρίση του Πάρη, ενώ ένα λιοντάρι κοσμεί τη λαβή. Με μοναδικό τρόπο αποτυπώνεται στον λαιμό ο δημοφιλή μύθος για την κρίση του Πάρη, που είναι επίσης γνωστό με το όνομα Αλέξανδρος, για την ομορφότερη θεά, που προκάλεσε την έκρηξη του Τρωικού Πολέμου.
Οι λεπτομέρειες και σε αυτή την παράσταση αποδίδονται με εξαιρετική ακρίβεια. Με εξαίρεση την Αφροδίτη που θα παραλάβει το έπαθλό της, το χρυσό μήλο, οι άλλες τρεις φιγούρες καθονται. Η Ήρα κάθεται σε διακοσμημένο θρόνο με εμφανή βασιλική στάση του σώματος. Σε κεντρική τοποθεσία καθισμένη η Αθηνά, με κράνος και ασπίδα, και η Αφροδίτη όρθια με ένα κομψό κεντημένο χιτώνα. Και οι δύο φορούν περίαπτα. Ο Πάρης (το όνομα Αλέξανδρος αναγράφεται στο αριστερό μέρος του κεφαλιού), ντυμένος ως βοσκός, κάθεται πάνω σε ένα βράχο και κρατά ραβδί στο αριστερό του χέρι, και με το δεξί του χέρι ετοιμάζεται να ανακηρύξει την πιο όμορφη θεά, που θα του χαρίσει την ωραία Ελένη, αλλά θα προκαλέσει την οργή των άλλων δύο θεοτήτων. Αν και αναγνωρίζονται εύκολα, υπάρχει μια διακεκομμένη επιγραφή με τα ονόματά τους. Στο κάτω μέρος της λαβή του αγγείου απεικονίζεται μια γυναικεία κεφαλή.
Το δεύτερο ρυτό με μορφή ελαφιού (689 g, 13 cm ύψος) έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς διαχωρίζει την επιφάνεια του αγγείου σε δύο όψεις, αποτυπώνοντας δύο διαφορετικά θέματα: Ο Ηρακλής αναπαρίσταται με το δέρμα του λιοντάρι της Νεμέας στους ώμους να μάχεται με το ελάφι της Κερύνειας με χρυσά κέρατα, που απέστειλε η Άρτεμις, για να τιμωρήσει τους ανθρώπους της Αρκαδίας. Κυνηγώντας το ζώο, ο ήρωας πέρασε από την Θράκη και κατέληξε στη γη των Υπερβορείων και στον Ίστρο ποταμό (Δούναβη). Ο Θησέας αποτυπώνεται με χλαμύδα και κουνώντας το σπαθί του να αγωνίζεται με τον ταύρο του Μαραθώνα.
Το αγγείο με ημίτομου τράγου (439,05 γρ, 14 εκ ύψος) διαφέρει από τα υπόλοιπα δοχεία, αφού είναι το μόνο χωρίς λαβές, καθώς ο μακρύς και στενός λαιμός του μπορεί να πιαστεί και να κρατηθεί εύκολα, ενώ πάνω από τη μισή επιφάνεια είναι λεία και χωρίς διακόσμηση. Φέρει ανάγλυφη ανθρωπόμορφη παράσταση στον λαιμό με τέσσερις φιγούρες, αριθμός που επαναλαμβάνεται συχνά, και συγκεκριμένα απεικονίζει την Ήρα, την Άρτεμη, τον Απόλλωνα και τη Νίκη.
Δεσπόζει η φιγούρα της Ήρας, που κάθεται στον θρόνο, ανάμεσα στους δίδυμους θεούς, Άρτεμις και Απόλλων που κρατούν τόξα, και με το δεξί της χέρι ρίχνει σπονδή από μία φιάλη, ενώ με το άλλο χέρι ανεβάζει την άκρη του πέπλου που καλύπτει το κεφάλι της. Στο πίσω μέρος του αγγείου κυριαρχεί η φτερωτή θεά της Νίκης, η φιγούρα της οποίας αποδίδεται με τον πλέον εμπνευσμένο και εκφραστικό τρόπο, ενώ και όλες οι λεπτομέρειες και στα σωματα και στα χαρακτηριστικά και τις ενδυμασίες των άλλων τριών θεοτήτων αποδίδονται με σχολαστική φροντίδα.
Ενδιαφέρον προκαλεί η επιλογή των θεοτήτων, καθώς οι τέσσερις πρωταγωνιστές συνυπάρχουν σε ελάχιστους μύθους, π.χ. ως υποστηρικτές της Τροίας. Η ταυτόχρονη παρουσία του Απόλλωνα και της Ήρας, αν και ασυνήθιστη για τα ελληνικά εικονογραφικά δεδομένα, ίσως εξηγείται από την κοινή τους λατρεία σε έναν ναό στην πεδιάδα του Έβρου κοντά στα σκυθικά όρη. Κατά μια άλλη άποψη, οι τέσσερις μορφές αποτελούν αυτόνομα έργα (π.χ. αγάλματα και των τεσσάρων σύμφωνα με τον Παυσανία υπήρχαν στον ναό της Ήρας στην Ολυμπία) και δεν θα πρέπει να αναζητηθεί υποχρεωτικά μυθολογική ερμηνεία για την κοινή τους παρουσία.
Τα άλλα ρυτά του θησαυρού έχουν τη μορφή γυναικείων κεφαλών και οι λαβές τους κοσμούνται με σφίγγες. Σε κάθε ένα από τα ρυτά αναγνωρίζουμε πιθανώς και μια θεά: την Αθηνά στο ρυτό με την περικεφαλαία (387,3 g, 20,5 cm ύψος), την Αφροδίτη στην κεφαλή με το εντυπωσιακό περιδέραιο (466,3 g, 21,5 cm ύψος) και την Ήρα (460,75 g, 21,5 cm ύψος).
Το εντυπωσιακότερο αγγείο του συνόλου είναι ο χρυσός αμφορέας (29 cm ύψος, 1,695.25 γρ) με παραστάσεις σε δύο ζώνες: η μικρότερη κοντά στη βάση απεικονίζει έναν γενειοφόρο σιληνό με κάνθαρο και τον Ηρακλή-μωρό να πνίγει τα φίδια που είχε στείλει η Ήρα στην κούνια του. Οι δύο μορφές χωρίζονται από έναν ρόδακα, ενώ δύο πλαστικές κεφαλές νέγρων σε κάθε όψη λειτουργούν ως προχοές για ταυτόχρονη, τελετουργική χρήση. Οι λαβές κοσμούνται με δυο κενταύρους, οι οποίοι πατούν τα μπροστινά πόδια τους στο χείλος του αμφορέα. Μια επιγραφή στον λαιμό δηλώνει το βάρος του αγγείου ως ίσο με 200 στατήρες Λαμψάκου, μισή δραχμή κι έναν οβολό.
Η κυρίως παράσταση ορίζεται κάτω από μια σειρά πλαγιαστών ανθεμίων και μια ζώνη άνθεων λωτού και ανθεμίων στον ώμο, ακολουθούμενη από ένα κυμάτιο. Απεικονίζονται πέντε γενειοφόροι πολεμιστές με προτεταμένα σπαθιά (μάχαιρες) να πατούν πάνω σε βραχώδη εξάρματα, πολιορκώντας την είσοδο ενός ανακτόρου, στο εσωτερικό του οποίου βλέπουμε μια ηλικιωμένη ανδρική μορφή. Ένας πολεμιστής δίνει τον ρυθμό της επίθεσης σαλπίζοντας, ενώ όλοι τους αποδίδονται με το μοτίβο της ηρωικής γυμνότητας με τις χλαμύδες τους να κυματίζουν στον άνεμο. Πίσω από τα θυρόφυλλα ένας νεαρός άνδρας συνομιλεί με τον ηλικιωμένο, ίσως σε μια σκηνή σπλαχνομαντείας. Η παράσταση έχει ερμηνευθεί ως οι Επτά επί Θήβας, αποτίνοντας φόρο τιμής στην ελληνική πόλη που είχε ιερούς δεσμούς με την Θράκη και τα Καβείρια μυστήρια, μια λατρεία με θρακικές ρίζες.
Μελετητές όμως δεν αποκλείουν και μια “θρακική ανάγνωση” που να παραπέμπει σε τελετές μύησης. Η ανακάλυψη του τύμβου-μαυσωλείου στην Strelcha και του ναού κοντά στο Starosel συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι πρόκειται για Θρακικές τελετουργικές πρακτικές, αν και η υπόθεση ότι απεικονίζεται ένας τελετουργικός πολεμικός χορός μάχης της Θράκης που διαδραματίζεται μπροστά από την πύλη του ναού-τάφου, δεν είναι αρκετά πειστική.
Τα αγγεία είναι κατασκευασμένα και διακοσμημένα από ατόφιο χρυσάφι, που θα μπορούσε να εξηγηθεί μόνο από τη σημασία της τελετής, στην οποία χρησιμοποιούνταν, ενισχύοντας την υπόθεση ότι ήταν μέρος της ιεροτελεστίας, το πρώτο στάδιο, έξω από το ηρώο, το οποίο θα μπορούσε να αποδοθεί σε διάφορα αρχαιολογικά ευρήματα των τελευταίων χρόνων στην Βουλγαρία. Για παράδειγμα, τελετουργικοί λάκκοι έχουν ανακαλυφθεί μπροστά από τον τάφο του τύμβου Pydarska κοντά στην πόλη Σίπκα, καθώς και στο ναό κοντά στο Starosel, στην περιοχή Hisaria, που είναι πολύ κοντά στο μέρος όπου βρέθηκε ο θησαυρός Panagyurishte.
Όλα τα αγγεία από το Panagyurishte είναι κατασκευασμένα και διακοσμημένα από ατόφιο χρυσάφι, ενισχύοντας την υπόθεση ότι ήταν ίσως ήταν μέρος ταφικής ιεροτελεστίας που τάφηκαν με την ολοκλήρωση της νεκρικής τελετής.
Κλείνοντας, θα θέλαμε να επισημάνουμε δύο σημεία: πρώτον, ενώ στην Θράκη -αλλά και στην Μακεδονία- πολυτελή χρυσά, αργυρά, και χάλκινα σκεύη κυριαρχούν στις ταφές του 6ου-4ου αιώνα, αντίθετα στην υπόλοιπη Ελλάδα δεν υπάρχει ανάλογη τάση, γεγονός που χρήζει περαιτέρω έρευνας. Δεύτερον, η τεχνοτροπία και το θεματολόγιο των αγγείων από το Panagyurishte είναι ελληνικά, γεγονός που εγείρει πολλά ερωτήματα σχετικά α) με τους δημιουργούς τους και το κέντρο παραγωγής – δηλ. κατά πόσο ήταν εξοικειωμένοι με ελληνικά και άλλα πρότυπα, και β) με την πρόσληψη των αγγείων από τη θρακική κοινότητα – δηλ. αν και σε σε ποιον βαθμό αναγνώριζαν αυτά τα μυθολογικά θέματα ή ήταν απλά πολυτελή αντικείμενα, τα οποία θα μπορούσαν ίσως να ερμηνευτούν με βάση την τοπική, θρακική παράδοση. Σε αυτά τα δυσαπάντητα ερωτήματα θα επανέλθουμε στο μέλλον, έχοντας προχωρήσει περισσότερο ερευνητικά.
Η εργασία εκπονήθηκε στα πλαίσια του μαθήματος “Το Βασίλειο των Οδρυσών” υπό την επίκουρο Καθηγήτρια Αρχαιολογίας, Αμαλία Αβραμίδου και παρουσιάστηκε στις 6 Μαϊου 2017, στο 5ο Πανελλήνιο Συνέδριο Φοιτητών Αρχαιολογίας, στην Καλαμάτα