Μπάρμπαρα Μακ Κλίντοκ ήταν Αμερικανίδα βοτανολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο Κορνέλ της Νέας Υόρκης. Το ενδιαφέρον της για τη γενετική, που είχε φανεί ήδη κατά τις προπτυχιακές της σπουδές, συνδυάστηκε με τις μεταπτυχιακές κυτταρολογικές μελέτες της και έτσι αφιέρωσε την επιστημονική της δραστηριότητα στην κυτταρογενετική (cytogenetics). Διεξήγαγε πρωτοποριακές μελέτες, ως μέλος και αργότερα ως επικεφαλής διακεκριμένων επιστημονικών ομάδων, που κατέληγαν σε τόσο επαναστατικά συμπεράσματα, που αρχικά ήταν δύσκολο να γίνουν δεκτά και να αφομοιωθούν από τη νεαρή –τότε– γενετική επιστήμη.
Για το έργο της τιμήθηκε με σημαντικά βραβεία και επιστημονικούς τίτλους. Το 1983 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ φυσιολογίας και ιατρικής για την ανακάλυψη των κινητών γενετικών στοιχείων (mobile genetic elements). Η ανακάλυψη αυτή έγινε ενώ ερευνούσε μπλε, καφέ και κόκκινες κηλίδες σε σπόρους αραβόσιτου. Αυτό που προβλημάτιζε τους βοτανολόγους της εποχής (1920) ήταν ότι η χρώση δεν ήταν ομοιόμορφη και οι πολυάριθμες κηλίδες και στίγματα δεν μπορούσαν να εξηγηθούν με βάση τους νόμους του Μέντελ.
Ταυτοποίησε σειρά γονιδίων στο χρωμόσωμα του αραβόσιτου που καθορίζει τη χρώση και άλλα χαρακτηριστικά. Βρέθηκε ότι η ανομοιομορφία εμφανιζόταν όταν ένα μικρό κομμάτι από το χρωμόσωμα 9 μετακινείτο από μία θέση στο χρωμόσωμα σε μία άλλη κοντά στο γονίδιο που είναι υπεύθυνο για την χρώση και με τον τρόπο αυτό το απενεργοποιούσε. Η Μ.Κ. ονόμασε τη μορφή αυτή του γενετικού υλικού στοιχεία ελέγχου (control elements) επειδή διαφοροποιούσαν σαφώς τη λειτουργία των γειτονικών γονιδίων. Πιθανολόγησε ότι υπάρχουν και σε έντομα και σε ανώτερα ζώα. Η θεωρία των κινητών γενετικών στοιχείων δεν βρήκε την επιστημονική ανταπόκριση που της άξιζε, παρά μόνο μεταγενέστερα, όταν με βάση αυτήν εξηγήθηκαν η διάδοση της αντίστασης στα αντιβιοτικά από ανθεκτικά σε ευαίσθητα στελέχη μικροβίων (δεκαετία 1960), η δυνατότητα του ανθρώπινου σώματος να παράγει τεράστιο αριθμό αντισωμάτων εναντίον ξένων ουσιών, με όπλο έναν συγκριτικά περιορισμένο αριθμό γονιδίων (δεκαετία 1970), και η καρκινική εξαλλαγή ενός φυσιολογικού κυττάρου. Η θεωρία αυτή απέδειξε ότι η κληρονομούμενη πληροφορία δεν είναι τόσο σταθερή όσο θεωρείτο παλαιότερα.