Ήταν η εποχή που τα σκαφτικά είχαν μόλις έρθει στο χωριό. Τα πρώτα, τα Sachs και έκαναν διαβολεμένο θόρυβο!
Εμείς, εκεί γύρω στα 15, καμιά δεκαριά πρωτοέφηβοι, αφού δεν είχαμε σχολείο, ψάχναμε να δούμε πως θα σκοτώσουμε την ώρα μας.
Του Γιώργου Παπακωνσταντή
Γυρίζαμε στα χωράφια και μαζεύαμε κλαδιά. Τα συσσωρεύαμε έξω από την Εκκλησία, κάνοντας έναν τεράστιο σωρό για τη βραδιά της ανάστασης.
Είχαμε καταφέρει να βρούμε μισό κιλό μαύρο μπαρούτι και κάποιος είχε βουτήξει από έναν θείο του λίγο φυτίλι. Φτιάχναμε κατατρούκες. Είχαμε χαρτί από τσιμεντοσακούλες και τυλίγαμε με αυτό σφιχτά το μπαρούτι, μετά στερεώναμε με σπάγγο το φυτίλι γερά. Γιατί αν δεν έκανε μεγάλο «μπαμ», αλλά έκανε ένα «φσσστ», ήταν μεγάλη ντροπή για τον κατασκευαστή!
Όμως στις συζητήσεις μας είχαν αρχίσει να τις απασχολούν και τα κορίτσια. Ο Μανώλης ήθελε την Ελένη. Ο Αντώνης την Κατερίνα. Ο Μπάμπης τρελαινόταν για τη Μαρίκα… Δεν είμαστε σίγουροι αν ή ποιον ήθελαν αυτές. Το μεγάλο ζητούμενο; Πώς να τις πλησιάσουμε. Πως νάρθουμε κοντά στα κορίτσια, εκεί στα μέσα της δεκαετίας του 70, όπου ακόμη τα σχολεία ήταν αρένων και θηλέων και οι διακοπές του Πάσχα, στη μέση της Άνοιξης, έφερναν άνοιξη στη ζωή μας.
Εκείνη τη χρονιά, καταφέραμε να πείσουμε τον Παπά, ότι έπρεπε και εμείς τα αγόρια να φτιάξουμε χορωδία για τον Επιτάφιο. Έτσι μαζευτήκαμε 7-8 κακομούτσουνοι νεαροί, που μόλις είχαν αρχίσει να μας βασανίζουν οι ορμόνες, και είπαμε εκτός όλων των άλλων, να ψάλουμε και τον επιτάφιο. Κάναμε και δοκιμές. Μεγάλη Πέμπτη πρωί, πρώτη φορά, πήγαμε στη εκκλησία. Από τη μια μεριά τα κορίτσια, μέσα και η Μαρίκα, η Ελένη, η Κατερίνα, από την άλλη εμείς και στη μέση οι μεγάλες γυναίκες.
Είχαμε άγχος. Ξεκίνησαν λοιπόν με το «…η ζωή εν τάφω…» οι μεγάλες γυναίκες, μετά πήραν την επόμενη στροφή τα κορίτσια. Αγγελικές φωνές. Βάλαμε τα δυνατά μας. Ξεκινήσαμε καλά, αλλά κάπου εκεί ο Μπάμπης σταματάει και πετά ένα «.. με κοιτάζει με κοιτάζει…» καταστροφή! «ποια; ποια;» ήταν η αυθόρμητη ερώτηση που μας ήρθε στα χείλη όλων μας…ο Επιτάφιος μπορεί να περιμένει…ο έρωτας όχι.
Αφού βεβαιωθήκαμε ότι όντως η Μαρίκα κοιτούσε τον Μπάμπη και τον θαυμάσαμε για αυτό, ακολουθήσαμε τις εντολές του Παπά, να αφήσουμε τα εγκώμια πάραυτα και να ασχοληθούμε με άλλες, αγορίστικες δουλειές.
Τη Μεγάλη Παρασκευή, τη βγάλαμε το πρωί παρακολουθώντας την παρέλαση των κοριτσιών να στολίζουν τον επιτάφιο. Το μεσημέρι, ήπιαμε και μερικές τσικουδιές με αγκινάρες στα κρυφά, ενώ καταφέραμε κρυφά από τον πατέρα του Μανώλη, να πάρουμε το σκαφτικό του και αφού ανεβήκαμε όλοι στην καρότσα βγήκαμε στο ύψωμα πάνω από το χωριό που βρίσκεται το Σπήλαιο.
Μας άρεσε να πηγαίνουμε εκεί πέρα. Χαζεύαμε τον Ψηλορείτη και λέγαμε ιστορίες, κάναμε όνειρα, σχεδιάζαμε τις επόμενες κινήσεις μας, πάντα όμως ένα ήταν το θέμα. Μας αγαπά; Ή όχι;
Το βράδυ στον Επιτάφιο, ακολουθούσαμε την περιφορά αλλά το μυαλό μας έτρεχε με χίλια, στις ζαβολιές. Ναι, δείχναμε κατάνυξη, αλλά άλλος δεν άντεχε στον πειρασμό και πέταγε μια κατατρούκα, άλλος, πλησίαζε το κορίτσι «του» και προσπαθούσε να βρει ευκαιρία να τον κοιτάξει, ή να της μιλήσει. Κάποιοι κουβαλούσαν τον επιτάφιο με τη σειρά κι ήταν αυτό μεγάλο καμάρι!
Την ημέρα της Ανάστασης, ησυχία δεν είχαμε. Από δω θα ρίχνεις εσύ, από εκεί ο άλλος….Όχι από εκεί γιατί δε φαίνομαι …τελικά το σχέδιο κατέληγε απλά, στο εξής: πετάμε βαρελότα και κατατρούκες, επί παντός και ειδικά στα κορίτσια. Καμιά φορά ρίχναμε και προς το μέρος του Παπά….Εν τω μεταξύ μια μεγάλη φωτιά έκαιγε μπροστά στην Εκκλησία, από το απόγευμα του Σαββάτου μέχρι το πρωί της Κυριακής, ενώ μετά την ανάσταση, είχαμε αναλάβει με βάρδιες, να μη σταματήσει η καμπάνα μέχρι το ξημέρωμα. Ταυτόχρονα όμως φροντίζαμε να ψήνουμε όπως όπως, ότι είχαμε καταφέρει να…βολέψουμε. Όλο και κάποιο αρνάκι την πλήρωνε.
Επειδή όμως τα κορίτσια πήγαιναν σπίτι και εμείς ησυχία δεν είχαμε, κάτι έπρεπε να σκαρφιστούμε. Να κάνουμε αισθητή την παρουσία μας. Έτσι εκείνη τη χρονιά που είχαμε το σκαφτικό, δέσαμε δυο άδεια βαρέλια πίσω του, ανεβήκαμε στην καρότσα και γυρνούσαμε το χωριό, τραγουδώντας έξω από το κάθε σπίτι που ήταν η «καλή» μας… Κανείς δεν διαμαρτυρόταν, παρόλο που κανέναν δεν αφήναμε να κοιμηθεί. Ήταν το βράδυ της ανάστασης που όλα επιτρέπονταν…Ήταν ο έρωτάς μας για τη ζωή. Ο πρώτος έρωτας του κάθε έφηβου!