• Home
  • »
  • Πολιτισμός
  • »
  • Από το ζυμαρένιο δώρο της γιαγιάς ως τη φουνάρα και το ρίφι του Πάσχα – Μικρό κορίτσι “ξετυλίγει” τις αναμνήσεις του

Από το ζυμαρένιο δώρο της γιαγιάς ως τη φουνάρα και το ρίφι του Πάσχα – Μικρό κορίτσι “ξετυλίγει” τις αναμνήσεις του

 

Με το που ξεκινούσε η Σαρακοστή, η γιαγιά καθάριζε με στάχτη όλα τα χρειαζούμενα που είχε στην κουζίνα, να φύγει η γλίνα έλεγε, για να είμαστε «καθαροί» μέχρι το Πάσχα. Τη Σαρακοστή μαγείρευε χοχλιούς, έβραζε βρούβες, ασκορδουλάκους, σταμναγκάθι, έψηνε κουκιά ξερά, φασούλια ξερά, έκανε το πιο νόστιμο γιαχνί με γλυκοκολοκύθα. Για μυρωδικά έβαζε, μάραθο, σκόρδο, κρεμμύδι, ρίγανη, αρισμαρί. Για γλύκισμα έφτιαχνε λουκουμάκια τα οποία μέλωνε ή τα άφηνε σκέτα, και τηγανίτους με πετιμέζι. 

Της Λένας Ηγουμενάκη*

Τις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας καταγινόταν με το καθάρισμα και το ασβέστωμα του σπιτιού.  

Το βράδυ της Μεγάλη Τετάρτης  πηγαίναμε οικογενειακώς στην εκκλησία. Η γιαγιά κρατούσε αλεύρι και όσπρια για να τα ευλογήσει ο παπάς και να τα σπείρει αργότερα ο παππούς για να χουν καλή σοδειά.  

Το πρωί της Μεγάλης Πέμπτης  στη παρασιά στην πίσω αυλή η γιαγιά βάφει τα αυγά, που μαζευει καιρό από τις κότες, χρησιμοποιούσε ως βαφή πέταλα παπαρούνας  και μαλλινομπογιά (βαφή με την οποία χρωμάτιζαν τα κόκκινα μπαγκάλια που ύφαιναν). Κάποια από αυτά διακοσμούσε με φύλλα ή πέταλα από διάφορα λουλούδια, τα οποία τοποθετούσε μέσα σε μια κάλτσα μαζί με το αυγό,  έδενε τη κάλτσα  σφιχτά βυθίζε τα αυγά μέσα στη μπογιά. Βγάζοντάς τα, τα άφηνε λίγο να στεγνώσουν, αφαιρούν την κάλτσα και τα φύλλα είχαν αποτυπωθεί πάνω στο κόκκινο αυγό, κάνοντας  σχέδια. Κάποια αυγά τα έκανε χρωματιστά, με τη μολόχα έκανε το πράσινο, με τα κρεμμυδόφυλλα έκανε το κίτρινο με τα αγριολάπαθα το γαλάζιο.  Έβαφε τα πιο όμορφα και  περίτεχνα αυγά.  

Με το αλεύρι που ευλογήθηκε τη Μεγάλη Τετάρτη, η γιαγιά ανέπιανε το προζύμι, έπλαθε εφτάζυμα, γαλατερά και αυγωτές. Έδινε μορφές στη ζύμη, έκανε στολίδια από ζυμάρι και ξηρούς καρπούς, ενώ για μάτια έβαζε γαρύφαλλα. Έκανε σε όλα της τα εγγόνια από ένα και μας τα πρόσφερε ως πασχαλινό δώρο, ένα δώρο που περίμενα με τόση χαρά. Από νωρίς το πρωί άναβε το ξυλόφουρνο, έφερναν και οι γειτόνισσες για να ψήσουν τα δικά τους πασχαλινά ψωμιά. Όλη μέρα το χωριό μας μοσχομύριζε.  

Ο παππούς έσφαζε το ρίφι και η γιαγιά καθάριζε σχολαστικά τις κοιλιές και τα έντερα για να κάνει τα γαρδούμια 

Η γιαγιά έφτιαχνε με αγριολούλουδα και λεμονανθούς το πιο όμορφο  στεφάνι για να το τοποθετήσει το βράδυ της ίδιας μέρας στον Σταυρωμένο Ιησού.  

Ο παππούς έσπερνε στον κάμπο τα λουβιά. Έλεγε ότι αν τα έσπερνε τη Μεγάλη Πέμπτη θα είχε καλή σοδειά.   

Το βράδυ πηγαίναμε οικογενειακώς στην εκκλησία, η γιαγιά κρατάει  μια  κλωστή  και σε κάθε Ευαγγέλιο έδενε ένα κόμπο. Την κλωστή αυτή με τους δώδεκα κόμπους τη φορούσε πάνω της για φυλαχτό.  

Τη  Μεγάλη Παρασκευή τα παιδιά γύριζαν το χωριό κρατώντας ένα σταυρό από καλάμι που τον είχαν στολίσει με ένα κομμάτι ασφαραγκιά (άγριος θάμνος με αγκάθια), ψάλλοντας τα “Πάθη του Χριστού”: σήμερα μαύρος ουρανός… Η ανύπαντρες κοπέλες άναβαν τα καντήλια στα ξωκλήσια του χωριού.  

 Το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής  η ανύπαντρες κοπέλες μαζεύαν από τους κήπους των σπιτιών λουλούδια (κρίνους, ζουμπούλια, μαχαιρίδες, άνθη λεμονιάς). Αφού λοιπόν συγκέντρωναν τα λουλούδια,  οι γυναίκες σχολαστικά κεντούσαν τον επιτάφιο κομματάκι -κομματάκι, ευλαβικά – ευλαβικά  όπως κεντούσαν την προίκα τους.   

Το πρωί του Μ. Σαββάτου ο παππούς αξημέρωτα άναβε τον ξυλόφουρνο για να ψήσει η γιαγιά τα λυχναράκια. Πρωί-πρωί  έφτιαχνε  το προζύμι η γιαγιά, φρόντιζε ο χώρος που έκανε το προζύμι να είναι ζεστός για  να φουσκώσει πιο γρήγορα. Όταν η ζύμη ήταν έτοιμη ξεκινούσε να φτιάχνει τα λυχναράκια, με τη δικιά της μυζήθρα, τα αύγονε και έβαζε τα ταψιά με τα λυχναράκια στο ξυλόφουρνο. Έφερναν και οι γειτόνισσες για να ψήσουν τα δικά τους λυχναράκια και ανεβατά καλιτσούνια. Όλη μέρα το χωριό μας μοσχομύριζε. 

             

         Ένα μήνα πριν τα παιδιά του χωριού μας μαζεύαν ξύλα και τα αφήνουν στο προαύλιο της εκκλησίας για να φτιάξουν τη φουνάρα. Παλαιότερα υπήρχε μεγάλος ανταγωνισμός ανάμεσα στο πάνω και στο κάτω χωριό, αλλά και με τα γύρω χωριά, για το ποιος θα έκανε τη μεγαλύτερη φουνάρα. Δεν δίσταζαν να πηγαίνουν κρυφά τη νύχτα και να καίνε οι μεν τα ξύλα των δε πριν την Ανάσταση. Τα παιδιά έκαναν αυτοσχέδιες καλύβες με αρτίκους (φυτό με χοντρό βλαστό και γερή ρίζα που φτάνει και  2.5 μέτρα ύψος τα φύλλα του είναι σύνθετα λεπτά και μοιάζει με το μάραθο) και ξενυχτούσαν στο προαύλιο για να προσέχουν τα ξύλα μέχρι και το Μεγάλο Σάββατο. Το πρωί εκείνης της μέρας κατασκεύαζαν τη φουνάρα, η οποία είναι ένα «βουνό» από ξύλα, ύψους 4 – 5 μέτρων και με 15 – 20 μέτρα διάμετρο. Στην κορυφή της φουνάρας τοποθετούν τον Ιούδα, που φτιάχνουν από παλιά ρούχα. Πριν την Ανάσταση, τα παιδιά έπαιρναν ένα σήμαντρο (μακρόστενη μεταλλική πλάκα) και χτυπώντας το με μεταλλικό σφυρί, γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι για να ξυπνήσουν τους χωριανούς και να τους προσκαλέσουν στην Θεία Λειτουργία».                                                                       

Το βράδυ πριν  πάμε στην εκκλησία, η γιαγιά μου άφηνε πάνω στο τραπέζι, ένα ποτήρι κρασί και ένα πιάτο που είχε, ένα κόκκινο αυγό, ένα λυχναράκι κι ένα κομμάτι τυρί για τους νεκρούς. 

 Η γιαγιά, μου έδινε ένα κομμάτι παλιό τυρί, να το βάλεις στην τσέπη σου μου έλεγε και όταν ο ιερέας θα λέει το «Χριστός Ανέστη» τότε να το φας, για να μη βγάλεις σπυράκια όλο το χρόνο.  

Πριν φύγουμε για την εκκλησία, ο παππούς άναβε στην αυλή του σπιτιού μια  μικρή φουνάρα από αχινοπόδι (αγκαθωτός θάμνος που για πολλά χρόνια αποτελούσε την βασική καύσιμη ύλη στο χωριό μας) για το κάψιμο του Ιούδα και περνούσε όλοι η οικογένεια πάνω από την φουνάρα, κάνοντας ταυτόχρονα τον σταυρό μας και μια ευχή για να φύγει το κακό από το σπίτι. 

Στις 12 το βράδυ, ο ιερέας δίνει το Άγιο Φως στους πιστούς και ψάλλει το «Χριστός Ανέστη». Τη στιγμή που ο ιερέας ψάλλει το «Χριστός Ανέστη» τα παιδιά βάζουν φωτιά στη φουνάρα. Η νύχτα γίνεται μέρα και η καμπάνα χτυπά συνεχώς. Ο παππούς θυμάται όταν ήταν παιδί πως συνήθιζαν για το καλό, να χτυπάνε την καμπάνα ασταμάτητα για τρία μερόνυχτα.  

 Γυρίζοντας στο σπίτι, ο παππούς  σχημάτιζε ένα σταυρό στην εξώπορτα με το Άγιο φως,  το πρώτο δείπνο μετά νηστεία της Σαρακοστής, είναι  βραστή όρνιθα με  σούπα και γαρδούμια αυγολέμονο, όμως πριν το δείπνο τσουγκρίζαμε τα αυγά και μετά τρώγαμε ένα κομμάτι ξερό τυρί για να «στρώσει» το σ τομάχι από τη νηστεία.

Το πρωί της Κυριακής του Πάσχα ο παππούς ανάβανε το φούρνο για να μπουν τα ταψιά με το ψητό ρίφι και τις πατάτες, η γιαγιά στη παραστιά μαγείρευε άγριες αγκινάρες με ρίφι αυγολέμονο, τηγάνιζε συκώτι και έβραζε άγρια χόρτα, τους έβαζε μπόλικο λεμόνι και λάδι.   

Όλοι μέρα οι καμπάνες του χωριού χτυπούν χαρμόσυνα, και αν είσαι ένας από αυτούς, άντρας η γυναίκα που θα  χτυπήσει την καμπάνα, δε θα σε πονέσει η μέση σου για όλο το χρόνο. 

* Η Λένα Ηγουμενάκη είναι πρόεδρος του Φεστιβάλ Κρητικής Κουζίνας

 

 

Κύλιση στην κορυφή